Ο όρος “ανωτέρα βία” περιγράφει μια απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη κατάσταση ή γεγονός που καθιστά αδύνατη την εκπλήρωση νομικών ή συμβατικών υποχρεώσεων. Χρησιμοποιείται ευρέως σε νομικά κείμενα για να απαλλάξει ένα μέρος από τις συνέπειες όταν ένα τέτοιο γεγονός παρεμβαίνει καθοριστικά.
Η οικονομική καταστροφή που βίωσε η Κύπρος το 2008 και κορυφώθηκε το 2013 δεν ήταν απλώς μια κρίση — ήταν ένας οικονομικός πόλεμος. Οι συνέπειές της υπήρξαν ολοκληρωτικές και ανελέητες. Αν κάτι δικαιούται να χαρακτηριστεί ως ανωτέρα βία, είναι αυτή η περίοδος.
Κι όμως, ενώ η αρχή της ανωτέρας βίας θα έπρεπε να προστατεύσει τους πολίτες, ιδιαίτερα τους δανειολήπτες πρώτης κατοικίας, το κράτος επέλεξε να προστατεύσει τους υπαίτιους: τις τράπεζες και το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο. Με χρήματα των πολιτών σώθηκαν οι ίδιοι που προκάλεσαν την κρίση — οι τραπεζίτες, οι πολιτικοί, οι θεσμοί της διαπλοκής.
Αντί να προστατευτούν οι δανειολήπτες, τιμωρήθηκαν. Αντί να εφαρμοστεί η λογική της “ανωτέρας βίας” για την απαλλαγή τους από τις τραπεζικές υποχρεώσεις τους, εφαρμόστηκε για να συγχωρηθούν τα εγκλήματα των ισχυρών.
Οι ηθικοί και πολιτικοί αυτουργοί της τραγωδίας, αντί να λογοδοτήσουν, επιβραβεύτηκαν. Οι πολίτες, αντί να προστατευτούν, εγκαταλείφθηκαν. Το κράτος γύρισε την πλάτη του στους πιο αδύναμους. Και όσοι θα έπρεπε να μιλήσουν, σιώπησαν — πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Πρωτεργάτες της σιωπής και της συγκάλυψης: το ΔΗΣΥ και το ΔΗΚΟ. Οι υπόλοιποι, απλώς απόντες.
Το ρητό “ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις” αποκτά ιδιαίτερο βάρος σε αυτή την πραγματικότητα. Μα πώς να σπείρεις δικαιοσύνη σε ένα σύστημα που έχει θεσμοποιήσει την ατιμωρησία; Πώς να θερίσεις εξυγίανση όταν έχεις καλλιεργήσει διαφθορά, ψεύδος και συνενοχή;
Σε μια «δημοκρατία» όπου κανένας δεν τιμωρείται, όπου η διαπλοκή έχει γίνει επιστήμη και τέχνη, ο ρεαλιστής πολίτης δεν μπορεί παρά να αμφισβητήσει κάθε υπόσχεση περί κάθαρσης.